Βία,  Βία κατά των γυναικών,  Γυναίκα,  Γυναικοκτονία,  Εγκληματολογία,  Κοινωνιολογία,  Στέλλα Παπαμιχαήλ

Η βία κατά των γυναικών

Η βία κατά των γυναικών
Στέλλα Παπαμιχαήλ, Κοινωνιολόγος- Εγκληματολόγος, Επ. Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, ΠαΔΑ
Ποιος είναι ο ορισμός της βίας κατά των γυναικών και ποιες οι μορφές του;
Η βία κατά των γυναικών ή αλλιώς και έμφυλη βία, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, γνωστή και ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011) ορίζεται ως «…η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών που έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, σωματική, σεξουαλική ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο στις γυναίκες, περιλαμβανομένων των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, είτε στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο…»¹.

Η βία κατά των γυναικών έχει πολλά πρόσωπα και παρατηρείται τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό χώρο, τις στενές διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Οι μορφές της έμφυλης βίας είναι η σωματική, η σεξουαλική, η ψυχολογική και η οικονομική βία, ενώ τα διάφορα είδη της περιλαμβάνουν τη συζυγική/συντροφική βία, το βιασμό, τη σεξουαλική παρενόχληση και τη γυναικοκτονία. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της εκτεταμένης χρήσης των νέων τεχνολογιών στην καθημερινή μας ζωή, καταγράφονται νεοαναδειόμενες μορφές βίας κατά τον γυναικών που συνδέονται με τον κυβερνοχώρο (cyber violence) και αφορούν συμπεριφορές όπως, τη διαδικτυακή παρακολούθηση και παρενόχληση και τη μη συναινετική πορνογραφία («revenge porn»).
Υπάρχουν αναγνωριστικά σημάδια για τη βία;
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δείχνουν οι γυναίκες στη βία που μπορεί να εκδηλωθεί στο πλαίσιο μιας συντροφικής ή συζυγικής σχέσης, καθώς υπάρχουν πρώιμα σημάδια που θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν και να κινητοποιούνται προς την κατεύθυνση της απομάκρυνσης από μία σχέση που φαίνεται ότι θα εξελιχθεί σε κακοποιητική σχέση. Η βία στην αρχή της σχέσης μπορεί να μην είναι ορατή, ή να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια από τη γυναίκα, καθώς σε αυτό το στάδιο της σχέσης υπάρχει ενθουσιασμός, ερωτική έλξη και μια προσπάθεια δικαιολόγησης διαφόρων συμπεριφορών. Ο σύντροφος εμφανίζεται ιδιαίτερα κτητικός και έχει ελεγκτική συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα. Επικρίνει την εμφάνιση της γυναίκας ως πολύ τολμηρή, παρακολουθεί τις κινήσεις της στο δημόσιο χώρο και κάνει σκηνές ζηλοτυπίας, επικρίνει τις φιλικές και επαγγελματικές της σχέσεις, προσπαθεί να την απομονώσει από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, λέγοντάς της ότι θέλει να είναι συνέχεια μαζί και κανένας να μην μπαίνει ανάμεσά τους. Η γυναίκα φαίνεται να κολακεύεται από αυτή τη στάση του συντρόφου της και να την ερμηνεύει ως απόλυτο έρωτα και πάθος. Όμως μέσα από την υποχώρησή της και τη συμμόρφωση με τις επιθυμίες του συντρόφου της, ξεκινά η τακτική ελέγχου της, η οποία σύντομα θα εξελιχθεί σε υποταγή και τρομοκράτηση, μέσω των λεκτικών απειλών, της ψυχολογικής βίας και του υποβιβασμού της. Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νεαρότερης ηλικίας γυναίκες που ξεκινούν τις ερωτικές τους σχέσεις να αναγνωρίζουν τα πρώιμα σημάδια μιας καταπιεστικής και ελεγκτικής συμπεριφοράς που μπορεί να κλιμακωθεί σε σωματική και σεξουαλική βία ή απειλή αυτής.
Υπάρχουν ακόμα στερεότυπα; Και αν ναι πόσο επηρεάζουν την όλη κατάσταση;
Αδιαμφισβήτητα, τα τελευταία χρόνια, οι γυναίκες έχουν εισέλθει δυναμικά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής: την εκπαίδευση, την εργασία, την πολιτική κ.ο.κ. Και καθώς αναπτύσσονται ως αυτόνομες και δυναμικές προσωπικότητες, θα περίμενε κανείς να μην συναντάμε φαινόμενα όπως η έμφυλη βία, η οποία αντί να υποχωρεί σε συχνότητα και σφοδρότητα στο πέρασμα των χρόνων, φαίνεται ότι παραμένει ένα επίμονο κοινωνικό φαινόμενο που απαιτεί την προσοχή μας.

Ο μεγαλύτερός μας «αντίπαλος» στην προσπάθεια πρόληψης και αντιμετώπισης της έμφυλης βία, ιδιαίτερα σε βάρος των γυναικών, είναι τα έμφυλα στερεότυπα. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στις κοινωνικές προσδοκίες που υπάρχουν σε σχέση με το φύλο, οι οποίες προσδιορίζουν και τον τρόπο με τον οποίο ασκούμε τους ρόλους μας. Παραδοσιακά έχουν διαμορφωθεί κοινωνικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα οι οποίες συνδέονται με τις «ενδεδειγμένες» και κοινωνικά «αποδεκτές» συμπεριφορές αγοριών/ανδρών- κοριτσιών/γυναικών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις κοινωνικές αντιλήψεις, οι άνδρες πρέπει δυνατοί, σκληροί, εξωστρεφείς, κυρίαρχοι, να κρύβουν συναισθήματα και αδυναμίες, να ασχολούνται με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, να επιδιώκουν επαγγελματική καταξίωση και οικονομική δύναμη, πρέπει να δείχνουν άτρωτοι, να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα, να παρέχουν ασφάλεια στη σύντροφο/οικογένεια. Από την άλλη, οι γυναίκες, για κάποιους, ακόμα και σήμερα θεωρούνται το «ασθενές φύλο» που χρειάζεται προστασία. Αναμένεται από αυτές να είναι στοργικές, φροντιστικές, ανεκτικές, σεμνές, να μην προκαλούν με τη συμπεριφορά τους, να είναι συναισθηματικές και να εμφανίζονται ως αδύναμες στο να πάρουν σοβαρές αποφάσεις και να επιλύσουν προβλήματα. Πρέπει ακόμα να μάθουν να είναι καλές νοικοκυρές και μητέρες, να βάζουν σε δεύτερη μοίρα την ατομική τους ανάπτυξη, το επάγγελμά τους κ.ά.

Κι αν όλα αυτά φαντάζουν ότι ανήκουν σε άλλες εποχές και αφορούν τις πατριαρχικές κοινωνίες, η σημερινή θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία παραμένει υποβαθμισμένη, όπως μας αποκαλύπτουν οι Ευρωπαϊκοί δείκτες ισότητας των φύλων, στους οποίους η χώρα μας καταγράφει μία από τις χαμηλότερες θέσεις, με τις ανισότητες για τα δύο φύλα σε επίπεδο απασχόλησης, αμοιβών στην εργασία και συμμετοχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων και σε ηγετικές θέσεις να παραμένουν σημαντικές.
Γιατί ο αριθμός καταγγελιών υποθέσεων βίας κατά των γυναικών παραμένει τόσο χαμηλός ακόμη και σήμερα;
Αποτελεί γεγονός ότι οι υποθέσεις έμφυλης βίας που έρχονται στη δημοσιότητα, αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά. Η έμφυλη και συντροφική βία αποτελεί, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια, ένα υποκαταγγελλόμενο έγκλημα και υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ερμηνεύουν αυτή την πραγματικότητα.

Αρχικά, όσον αφορά τις γυναίκες θύματα και επιζήσασες της έμφυλης βίας, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στην απόφαση δημοσιοποίησης της κατάστασης που βιώνουν. Ο φόβος για αντίποινα και κλιμάκωση της βίας, ο φόβος να μην γίνουν πιστευτές, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην Αστυνομία και στο δικαστικό σύστημα, η αίσθηση της προσωπικής ενοχής, η ντροπή και το στίγμα που ακολουθεί μία αποκάλυψη της βίας είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου οι γυναίκες φέρουν ένα αίσθημα ευθύνης, ακόμη και αμφιθυμία, απέναντι στο δράστη, είναι κοινωνικά απομονωμένες και οικονομικά ανεπαρκείς ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της συντήρησης ενός νοικοκυριού, ιδιαίτερα όταν έχουν παιδιά και κυρίως όταν δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία (για παράδειγμα μια κατοικία) ή επαρκές εισόδημα.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ακόμη και στις μέρες μας, παρά τη χρήση των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης και πληροφόρησης και του διαδικτύου, αρκετές γυναίκες δεν γνωρίζουν σε ποιους φορείς και με ποιο τρόπο μπορούν να απευθυνθούν για να λάβουν βοήθεια. Τέλος, δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι υπάρχει ακόμη και σήμερα μία κοινωνική επίκριση του θύματος και μεταφορά της ευθύνης στο ίδιο για τη συμπεριφορά του δράστη, όπως και πολλές ελλείψεις σε δομές και υπηρεσίες αρωγής θυμάτων και μια βραδεία απόκριση των επίσημων φορέων απονομής δικαιοσύνης και στις περιπτώσεις έμφυλης και οικογενειακής βίας.
Ποια τα χαρακτηριστικά του δράστη και ποια του θύματος;
Η έμφυλη βία κατά των γυναικών δεν κάνει διακρίσεις. Μπορεί να συμβεί σε όλες τις ηλικίες, σε γυναίκες με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, εθνικότητα κλπ. Συνεπώς, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με το δράστη και το θύμα έμφυλης βίας. Μία όμως κοινή συνισταμένη που συναντάται σε όλες τις σχετικές έρευνες είναι ότι και τα δύο μέρη φαίνεται να υιοθετούν και αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά έμφυλα στερεότυπα. Ειδικότερα για τους δράστες έμφυλης βίας μπορούμε να πούμε ότι είναι άτομα που αποδέχονται την αντρική υπεροχή και υπερασπίζονται τη διατήρηση των προνομίων τους σε κοινωνικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Συχνά, ανατρέφονται σε περιβάλλοντα στα οποία η ανδρική επιβολή έναντι των γυναικών αποτελεί βασικό στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται συνήθως για άτομα που προσπαθούν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την κοινωνική τους δύναμη κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό στο δημόσιο- κοινωνικό χώρο, η επιδίωξή τους μεταφέρεται στον ιδιωτικό χώρο, όπου ακόμη και με τη χρήση βίας ανασυνθέτουν την κοινωνική τους υπεροχή. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες που θυματοποιούνται είναι άτομα που έχουν την αυτοαντίληψη της αδυναμίας και της δικαιοδοσίας των αντρών να τους επιβάλλονται και να τις εξουσιάζουν. Αναγνωρίζουν στον εαυτό τους την αδυναμία της κοινωνικής τους θέσης έναντι των ανδρών και υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό τα έμφυλα στερεότυπα. Ως απόρροια της βίας που υφίστανται, αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και κανονικοποιούν στη συνείδησή τους τη βία ως διάσταση των διαπροσωπικών σχέσεων.

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης και της έμφυλης διαπαιδαγώγησης από μικρή ηλικία, ώστε να αποκατασταθούν στη συλλογική και ατομική συνείδηση αδικίες και ανισότητες πολλών αιώνων.
Ποια είναι η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας;
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αλλά και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), ορίζουν τη γυναικοκτονία ως τη δολοφονία μιας γυναίκας λόγω του φύλου της. Στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονίας δράστης είναι ο σύζυγος/σύντροφος ή πρώην σύζυγος/σύντροφος του θύματος, ο οποίος συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε το θύμα πριν τελικά το δολοφονήσει.

Η χώρα μας, τα τελευταία πέντε χρόνια, όλο και πιο συχνά έρχεται αντιμέτωπη με σοκαριστικές ιστορίες κακοποιημένων γυναικών που κατέληξαν δολοφονημένες κυρίως από τους συντρόφους τους. Φαίνεται μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR) στην Αθήνα σε συνεργασία με 18 ειδησεογραφικά πρακτορεία του European Data Journalism Network, ότι η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη ετήσια αύξηση στις γυναικοκτονίες, ανάμεσα σε 20 ευρωπαϊκές χώρες, στη διάρκεια της πανδημίας, με άνοδο 187,5% μόλις σε ένα χρόνο, από το 2020 μέχρι το 2021. Όσον αφορά τη συζήτηση για το εάν πρέπει η γυναικοκτονία να αναγνωριστεί ως διακριτό έγκλημα, μόνο σε δύο χώρες έχουν γίνει βήματα, στην Κύπρο και στη Μάλτα. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ειδική νομική αναγνώριση και ο δημόσιος διάλογος είναι ιδιαίτερα έντονος τα τελευταία χρόνια με τις φεμινιστικές οργανώσεις, αλλά και άλλα κοινωνικά κινήματα να διεκδικούν τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος έμφυλης και σεξιστικής βίας.
¹ Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης):
Ερωτήσεις και απαντήσεις